- ἐρατά
- ἐρατόςlovelyneut nom/voc/acc plἐρατά̱ , ἐρατόςlovelyfem nom/voc/acc dualἐρατά̱ , ἐρατόςlovelyfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρατᾷ — ἐρατός lovely fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατᾶι — ἐρατᾷ , ἐρατός lovely fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρατάν — ἐρατά̱ν , ἐρατός lovely fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερατός — ἐρατός, ή, όν (Α) [έραμαι] αγαπητός, ποθητός, χαριτωμένος (α. «μή μοι δῶρ’ ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ) β. «φυὴν τ’ ἐρατὴ καὶ εἶδος ἄμωμος», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… … Dictionary of Greek